Όταν έφυγαν τ' αγάλματα.

Νομίζω πως η λογοτεχνία μας απέκτησε ένα νέο, κλασσικό έργο. Είναι η ίδια η ιστορία, είναι ο τρόπος που η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση την προσεγγίζει, είναι η τέχνη του λόγου της, είναι όλα που συνηγορούν να θεωρηθεί το έργο της κλασσικό.
Το "Όταν έφυγαν τ' αγάλματα" πραγματεύεται την ιστορία απόκρυψης των εκθεμάτων του Αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας, λίγο πριν και λίγο μετά την εμπλοκή της χώρας μας στο Β' παγκόσμιο πόλεμο. Μια ιστορία εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό. Μια αληθινή, συναρπαστική ιστορία, που ντύθηκε τις λέξεις και τη ζεστασιά της πένας της Αγγελικής Δαρλάση.
Η συγγραφέας, πέρα από το να μας διηγηθεί και να εγγράψει πια στη συλλογική μας μνήμη το γεγονός αυτό καθ' αυτό, πέρα από το να ανασυνθέσει με ένα τρόπο ανθρωποκεντρικό, το χρονικό της περιόδου της Κατοχής, καταφέρνει να μας προβληματίσει μέσα από μία σειρά δίπολων, που είναι παρούσα σε ολόκληρο το έργο. Το δίπολο άρτιος - ελλιπής, πολιτισμός - βαρβαρότητα, μνήμη - λήθη, ελευθερία - σκλαβιά, ομορφιά - ασχήμια, ηθική - ανηθικότητα, νομιμότητα - παρανομία, ορίζουν τα γεγονότα της ιστορίας, μα κυρίως ορίζουν τους πρωταγωνιστές της. Επιτάσσουν μια διαφορετική ανάγνωση αυτών των εννοιών από την καθιερωμένη. Ακέραιος σημαίνει πάντα αισθητικά άρτιος; Νομιμοποιείται κάποτε η παρανομία; Πόσο βάρβαρος μπορεί να γίνει κάποιος “πολιτισμένος”;
H συγγραφέας μυθιστορεί γύρω από ένα ιστορικό γεγονός, με τρόπο που φανερώνει την ευαισθησία της, όχι μόνο στα θέματα του πολιτισμού, αλλά και στο θέμα της αποδοχής της διαφορετικότητας. Η Αγγελίνα και ο Τίκο, απέχουν πολύ από το πρότυπο της ομορφιάς και της αρτιμέλειας, όπως ευρύτερα το αντιλαμβανόμαστε, αλλά καταφέρνουν να ξεπεράσουν την εξωτερική τους αναπηρία, με την εσωτερική ευγένεια και τον ψυχικό πλούτο που διαθέτουν. Ο Τίκο, αυτός ο υπέρμετρα μύωπας, μπορεί να δει την κρυμμένη ομορφιά στα απλά και καθημερινά, αυτή που οι περισσότεροι προσπερνούν και αγνοούν. Η Αγγελίνα, με το κουλό, το καταραμένο χέρι, μπορεί να αγκαλιάζει την ομορφιά των αγαλμάτων, μπορεί να συνομιλεί μαζί τους, να έχει το δικό τους (ηθικό) ανάστημα. Για την Αγγελίνα τα αγάλματα είναι αυτό ακριβώς που η ετυμολογία της λέξης σημαίνει: “Παν εφ' ω τις αγάλλεται”. Είναι η χαρά της, το παιχνίδι της, οι φίλοι της, η αγαλλ-ίασή της. Αλλά και για τους ανθρώπους που δούλεψαν στην απόκρυψη των εκθεμάτων του μουσείου, τα αγάλματα πέραν από φορείς της ιστορικής μνήμης και του πολιτισμού μας, ήταν φάρμακο για τις ψυχές. Και ήξεραν καλά, ότι το φάρμακο αν πέσει σε λάθος χέρια, γίνεται φαρμάκι. Και γνώριζαν καλά, πωςαν χάσουμε τον πόλεμο και γίνουν δικά τους (…) ακόμα κι η Ιστορία μπορεί ν’ αλλάξει. Με τον καιρό θα είναι πιο εύκολο να ξεχάσουν οι άνθρωποι την αλήθεια».
Θα μιλήσω και για τη σκηνή που με συγκλόνισε μέσα στο βιβλίο. Μια σκηνή τόσο θεατρική, που σχεδόν τη βλέπεις να παίζεται μπροστά στα μάτια σου. Τη σκηνή με τις γυναίκες μέσα στο μουσείο και την εξομολόγηση της μητέρας της Αγγελίνας. Το βουβό τους κλάμα και το νανούρισμα που πιάνουν να λένε όλες μαζί... Μια σκηνή που θυμίζει έντονα χορικό αρχαίας τραγωδίας. 
“Έκλαιγαν και τραγουδούσαν και τύλιγαν μέσα σε εφημερίδες τα πήλινα ειδώλια, προσεκτικά, σαν να τύλιγαν μωράκια στις φασκιές τους, σαν να νανούριζαν και πάλι τα μωρά που στο μεταξύ είχαν μεγαλώσει κι είχαν χαθεί στα απρόσμενα κακά που φέρνει η ζωή. Σαν να σαβάνωναν τα αγαπημένα σώματα που δεν κατάφεραν να αποχαιρετήσουν. Κι ήταν εκείνο το άγγιγμά τους στα πήλινα αγαλματάκια φορτωμένο όλα τα ορφανεμένα χάδια.”
Το πιο σημαντικό που καταφέρνει η συγγραφέας μέσα από την ιστορία της, νομίζω το εντοπίζει η Άλκη Ζέη, που έχει γράψει και τον πρόλογο του βιβλίου. " ...η συγγραφέας μαθαίνει στα παιδιά, χωρίς διδακτισμό, πως η Αντίσταση δεν είναι μόνο τα όπλα. Υπάρχουν κι άλλα που μπορείς να κάνεις και που αποδεικνύονται τόσο γενναίες πράξεις, όσο το να υπερασπίσεις μια πόλη ή να τινάξεις μια γέφυρα του εχθρού. (...) και κάτι ακόμα θέλει να πει η συγγραφέας στα νέα παιδιά. Να μην ξεχνούν. Για τις μέρες που θα έρθουν. Για τα χρόνια που θα έρθουν. Όσο δύσκολα κι αν είναι. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάνε. Να θυμούνται."

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο





Σχόλια