Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

image:
The memory of light, by Francisco X. Stork
Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, γυρνούν σαν σκόνη που καλύπτει τα ράφια της βιβλιοθήκης τους.
Γίνονται κουκουνάρι, να το κλοτσούν χαρούμενα το πρωί στο δρόμο για το σχολείο.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
γίνονται αχνός και μπαίνουν στα ρουθούνια τους με τη μυρωδιά αγαπημένου φαγητού.
Γίνονται γείσο στο καπέλο τους, να αποδιώχνει τον ήλιο απ' τα μάτια.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, 
εμφανίζονται σαν σημειώματα μέσα σε σχολικά βιβλία -  κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκαν εκεί.
Γυρνούν κοντά τους σαν σκιά από αρμυρίκι στην πυρωσιά του Αυγούστου.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
στέλνουν δώρο με φίλους, εκείνο το κατακόκκινο πουλόβερ 
που τα είδαν να χαζεύουν στη χθεσινή βιτρίνα.
Γίνονται χαρτομάντιλο στην τσέπη, όταν εκείνα είναι σίγουρα πως δεν υπήρχε πριν.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, 
κατοικούν στις φωτογραφίες που τα τράβηξαν, όταν εκείνα δεν κοιτούσαν.
Κρύβονται στη σκέψη που τα κάνει να χαμογελούν...μα από πού ήρθε αυτή η σκέψη...

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
φέγγουν στην κάμαρά τους φωτάκι νυκτός, παρηγορητικό και ήσυχο.
Γίνονται η κλωστή που δεν αφήνει το κουμπί από το αγαπημένο τους παλτό να ξηλωθεί,
να πέσει.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
γίνονται κομμάτι από παζλ που ανακαλύπτουν τυχαία κάτω από το χαλί και τώρα να, 
μπορούν να συμπληρώσουν την εικόνα.
Αφήνουν λόγια στα τραγούδια που εκείνα ακούν πρώτη φορά και αισθάνονται να τους θυμίζουν κάτι.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
στάζουν σαν υγρασία πρωινή στα παραθύρια τους, καμβάς να γράψουν προσωπάκια χαμογελαστά με τα μικρά τους δαχτυλάκια. Εκείνες είναι που τους χαμογελούν στο τζάμι.
Στέλνουν χάδια και φιλήματα με το αδεσποτάκι που στέκει στην εξώπορτα.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
γίνονται φλόγα στα κεριά των γενεθλίων τους κι ακούνε πάντα την ευχή που εκείνα ψιθυρίζουν.
Είναι η γλύκα στην καρδιά του καρπουζιού, καλοκαίρι στο μπαλκόνι.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
γίνονται ζυμωτό αντίδωρο, ανήμερα Χριστούγεννα στην εκκλησία για εκείνα.
Κατοικούν στις τσκισμένες σελίδες των βιβλίων που αγαπούν.

Οι μάνες που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους,
γίνονται ομπρέλα και φτερά και τραγούδι και μαξιλάρι και ιώδιο 
και σκιά και άνεμος και λέξεις και κρίκος και γέφυρα και δρόμος 
και θάλασσα για τα παιδιά τους.
Και είναι δίπλα τους, μέσα τους, γύρω τους, σαν αδιάλειπτη προσευχή,
σαν ευχή  περασμένη στο λαιμό τους, δεμένη με φιλί...για πάντα!




Στην μνήμη της Ιωάννας, της Μαρίας, της Έρικας...
Αγγελική (08/01/2020)




Σχόλια