Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι...

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σπίτι...

Ένα σπίτι μεγάλο και αρχοντικό. Ένα σπίτι που κάποτε έσφυζε από ζωή, μα που τώρα βιώνει την εγκατάλειψη. Που παραητρεί τη φθορά του με πόνο και αξιοπρέπεια και που προχωρά στο σκοτεινό μέλλον του με νοσταλγία.
Και δεν μπορεί παρά να σκεφτείς, πόσο μοιάζουν τα σπίτια με τους ανθρώπους...Πόσο ανάγκη έχει το σπίτι από τον άνθρωπο και ο άνθρωπος από ένα σπίτι. Πόσο αλληλοπροσδιορίζονται οι υπάρξεις τους... Πώς ο άνθρωπος μπορεί να μετατρέψει σε σπίτι τέσσερις τοίχους και πόσο αυτοί οι τέσσερις τοίχοι είναι απαραίτητοι για να μεστώσει ο άνθρωπος, να νιώσει ότι ανήκει.
Και να που το παλιό αρχοντικό γίνεται σπίτι για μια νέα οικογένεια. Μια οικογένεια που το χρειάζεται τόσο, όσο και εκείνο χρειάζεται ανθρώπους. Ανθρώπους να τρέξουν στη σκάλα του, να ανοίξουν τα παραθυρόφυλλά του, να παίξουν στον κήπο του. Τα σπίτια ανθίζουν όταν τα κατοικούν άνθρωποι ζεστοί, τρυφεροί, γεμάτοι νοιάξιμο. Τα σπίτια ζωντανεύουν όταν τα πλημμυρίζουν ανθρώπινες φωνές, μυρωδιές και τραγούδια. Μα μήπως δεν ανθίζουν οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο; Μήπως δεν ανασταίνονται κάπως έτσι όλες οι καρδιές; Δεν ξανανιώνουν οι άνθρωποι, παρά τα χρόνια τους, με τη φροντίδα, την κουβέντα, την καλοσύνη άλλων ανθρώπων.
Η ιστορία της Αργυρώς Πιπίνη μας λέει πολύ περισσότερα από την ανάγκη του ανθρώπου για μια σταθερή κατοικία. Πολύ περισσότερα από το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του σε ένα χώρο προσωπικό, που θα μπορεί να ζει με ασφάλεια και αξιοπρέπεια και θα μπορεί να στεγάσει τις ελπίδες και τα όενιρά του.  Μας μιλά για την μοναξιά και την εγκατάλειψη. Για το καινούριο, που έρχεται βάναυσα και με ασέβεια πολλές φορές να βάλει στην άκρη το παλιό. Μας μιλά για την μνήμη και την προσφορά. Για τα σπίτια που φτιάχτηκαν για να κατοικούνται και για τους ανθρώπους που προορίστηκαν να αγαπιούνται μέσα σε αυτά. Μας μιλά για τη γενναιοδωρία της ζωής να χαρίζει κάποτε σε σπίτια και ανθρώπους μια νέα ευκαιρία να δουν τους κήπους της αυλής και της καρδιάς τους φροντισμένους, να υποδέχονται με ευγνωμοσύνη το πέρασμα του καιρού...από καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι...
Υπό αυτό το πρίσμα η ιστορία θα μπορούσε να διαβαστεί και αντίστροφα, ξεκινώντας με το "μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας άνθρωπος... Γιατί οι άνθρωποι, όπως και τα σπίτια, "αρρωσταίνουν χωρίς ανθρώπους και μαραζώνουν άμα δεν τους φροντίζει κανείς".
Σε αυτή την πολύ προσεγμένη εκδοτικά δουλειά, η εικονογράφηση της Ίριδος Σαμαρτζή, έρχεται να συμπληρώσει το λυρισμό των λέξεων με εικόνες και χρώματα που ξεχειλίζουν φως, και αποπνέουν μια ρομαντική νοσταλγία. 
Το βιβλίο βρβεύτηκε πρόσφατα από τον  Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου - Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ.

Συγγραφέας: Αργυρώ Πίπίνη
Εικονογράφος: 'Ιρις Σαμαρτζή







Σχόλια