Οι σύγχρονοι παραμυθάδες –στη Γαλλία περισσότεροι από 3.000, στο Βέλγιο 600– παίρνοντας τα ηνία της προφορικής αφήγησης από τους προηγούμενους έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο της παράδοσης, κάποιοι ως εργασία πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και άλλοι παράλληλα με τη συγγραφή παραμυθιών, την ηθοποιία ή κάποια εντελώς διαφορετική δουλειά για τα προς το ζην.
Μια από αυτούς τους παραμυθάδες, η κ. Λίλη Λαμπρέλλη που ζει και εργάζεται ως μεταφράστρια στις Βρυξέλλες από το 1981, βρέθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει σε παγκόσμια συνάντηση αφηγητών, μας αποκαλύπτει τα μυστικά των παραμυθιών.
Το αγαπημένο παραμύθι της κ. Λίλης Λαμπρέλλη είναι ο «Καημός». «Το πρωτοάκουσα από την Αγνή Στρουμπούλη καθισμένη στον καναπέ της» θυμάται και ξεκινά τη διήγηση...
«Βασιλιάς, βασίλισσα και δύο παιδιά, γιος και κόρη. Η κόρη έχει μια παραμάνα που όλη μέρα αναστενάζει «ωχ καημός». Η καταγραφή λέει «υπηρέτρια», εγώ λέω «παραμάνα» γιατί είναι η μητρική φιγούρα που τη μυεί στην ενηλικίωση, κάτι που η μάνα της δεν μπορεί να κάνει.
Ρωτάει λοιπόν η κόρη την παραμάνα «τι είναι αυτός ο καημός». Και εκείνη της απαντά «α πα, πα παιδάκι μου να μη ρωτάς να μάθεις τι είναι καημός». Εκείνη τη στιγμή περνάει απέξω από τα δώματα της βασιλοπούλας ένας πωλητής καημού που φωνάζει «καημό πουλώ». Κατεβαίνει η βασιλοπούλα και αγοράζει –χωρίς κανείς να την εμποδίσει παρόλο που είναι βασιλοπούλα– καημό, που είναι ένα μικρό σκουλήκι σε ένα κουτί. Και τον έτρεφε και τον έτρεφε και ο καημός μεγάλωνε και έγινε θεριό και έφαγε τη μάνα της και έφαγε τον πατέρα της, έφαγε τον αδελφό της, έφαγε όλο το χωριό. Ρήμαξε η πολιτεία αλλά εκείνη δεν την έτρωγε.
Καταρρέει λοιπόν όλος ο κόσμος της παιδικής ηλικίας. Και βρίσκεται μόνη της, όπως όλοι μας άλλωστε. Πήρε, λέει το παραμύθι, τα μάτια της και περπάτησε στην ερημιά. Η «ερημιά» στο παραμύθι είναι ο τόπος όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα και μπορούν να τεθούν ερωτήματα.
Περπάτησε, περπάτησε, ξάφνου βλέπει ένα δέντρο. Στις ρίζες του είχε πηγή. Η βασιλοπούλα ανέβηκε στα κλαριά του. Όταν ο ήρωας ανεβαίνει στα κλαδιά, ανεβαίνει σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης. Εκεί τότε βλέπει να έρχεται ένας καβαλάρης, το βασιλόπουλο. Το άλογο, λέει, δεν έπινε. Σκιαζόταν. Κοιτάει μέσα στο νερό και βλέπει να καθρεφτίζεται η όμορφη βασιλοπούλα.
Γυρνάει, και τη ρωτά. «Είσαι φάντασμα;» και αυτή απαντά «άνθρωπος είμαι». Την αγάπησε με τη μια και αυτή κατέβηκε από το δέντρο ανέβηκε στα καπούλια του αλόγου και πήγε στο παλάτι του. Εκεί υπάρχει η μάνα του. Άρα αυτός δεν είναι εντελώς αυτόνομος. Λέει στη μάνα του «Μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου θα τη στεφανωθώ».
Την παντρεύεται και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, αυτός είναι στον πόλεμο. Τρεις φορές έχει παιδί και τις τρεις φορές αυτός λείπει και γεννά με την πεθερά της. Την πρώτη γεννά αγόρι. Όμορφο. Την πρώτη ημέρα το πλύνανε, το ταΐσανε. Τη δεύτερη το ταχταρίσανε. Την τρίτη το νανουρίσανε. Την τρίτη το βράδυ έκλαιγε το μωρό. Ακούστηκε βουητό και ήταν το θεριό. Και είναι η πρώτη φορά που η κόρη λέει «ωχ καημός». «Ηρθα να φάω το παιδί σου» της λέει. «Φάε εμένα» του απαντά. «Αν σε φάω δεν θα είμαι ο καημός σου». Ανοίγει το στόμα και τρώει το μωρό. Μπαίνει μέσα η πεθερά λέει «κόρη μου δεν το ακούω να κλαίει το μωρό» και της απαντά «μάνα το έφαγα». Και εκείνη της λέει «πώς θα το πούμε στον άντρα σου;».
Γυρνάει το βασιλόπουλο ρωτάει τη μάνα. «Μάνα η γυναίκα μου γέννησε;». «Γέννησε αλλά το χάσαμε το παιδί» του απαντά. Και το βασιλόπουλο... «Δεν πειράζει, αυτή να είναι καλά».
Δεύτερη φορά τα ίδια. Τρίτη φορά γεννάει κορίτσι. Όλα τα παιδιά της τα τρώει ο καημός. Και αυτή τη φορά η πεθερά αποφασίζει να τη μαρτυρήσει. Όταν γυρνά το βασιλόπουλο λέει «άκου παιδί μου. Τα παιδιά δεν πέθαναν μόνο, τα τρώει αυτή. Εκεί που τη βρήκες μέσα στην ερημιά θα είναι καμία άγρια. Πρέπει να τη διώξεις». Και τη διώχνει και δεύτερη φορά παίρνει τον δρόμο της ερημιάς.
Όπως συμβαίνει πάντα εκεί που λες ότι τα κατάφερα, έκανα παιδιά (τα παιδιά είναι δημιουργία και δυνατότητες), έρχονται νέα βάσανα. Τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα βουνό. Και όταν φτάνει στην κορφή, γυρνάει, κοιτάει και βλέπει το θεριό. Γυρνάει και του λέει. «Ωχ καημός. Φάε με». Τώρα είναι διαφορετικό γιατί δεν έχει να χάσει τίποτα.
Και τότε το θεριό της λέει «Δε σε τρώω. Γιατί με τόσα που σου έκανα δεν με μαρτύρησες. Θα σου δώσω πίσω τα τρία σου παιδιά να γυρίσεις στον άντρα σου. Ανοίγει το στόμα και ξερνάει τα τρία παιδιά μεγαλωμένα, γιατί τα είχε προσέξει. Πήρε τα παιδιά από το χέρι, γύρισε στον άντρα της και του τα είπε όλα. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
http://dytikosanemos.blogspot.com/2010/01/blog-post_4424.html
Μια από αυτούς τους παραμυθάδες, η κ. Λίλη Λαμπρέλλη που ζει και εργάζεται ως μεταφράστρια στις Βρυξέλλες από το 1981, βρέθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να συμμετάσχει σε παγκόσμια συνάντηση αφηγητών, μας αποκαλύπτει τα μυστικά των παραμυθιών.
Το αγαπημένο παραμύθι της κ. Λίλης Λαμπρέλλη είναι ο «Καημός». «Το πρωτοάκουσα από την Αγνή Στρουμπούλη καθισμένη στον καναπέ της» θυμάται και ξεκινά τη διήγηση...
«Βασιλιάς, βασίλισσα και δύο παιδιά, γιος και κόρη. Η κόρη έχει μια παραμάνα που όλη μέρα αναστενάζει «ωχ καημός». Η καταγραφή λέει «υπηρέτρια», εγώ λέω «παραμάνα» γιατί είναι η μητρική φιγούρα που τη μυεί στην ενηλικίωση, κάτι που η μάνα της δεν μπορεί να κάνει.
Ρωτάει λοιπόν η κόρη την παραμάνα «τι είναι αυτός ο καημός». Και εκείνη της απαντά «α πα, πα παιδάκι μου να μη ρωτάς να μάθεις τι είναι καημός». Εκείνη τη στιγμή περνάει απέξω από τα δώματα της βασιλοπούλας ένας πωλητής καημού που φωνάζει «καημό πουλώ». Κατεβαίνει η βασιλοπούλα και αγοράζει –χωρίς κανείς να την εμποδίσει παρόλο που είναι βασιλοπούλα– καημό, που είναι ένα μικρό σκουλήκι σε ένα κουτί. Και τον έτρεφε και τον έτρεφε και ο καημός μεγάλωνε και έγινε θεριό και έφαγε τη μάνα της και έφαγε τον πατέρα της, έφαγε τον αδελφό της, έφαγε όλο το χωριό. Ρήμαξε η πολιτεία αλλά εκείνη δεν την έτρωγε.
Καταρρέει λοιπόν όλος ο κόσμος της παιδικής ηλικίας. Και βρίσκεται μόνη της, όπως όλοι μας άλλωστε. Πήρε, λέει το παραμύθι, τα μάτια της και περπάτησε στην ερημιά. Η «ερημιά» στο παραμύθι είναι ο τόπος όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά, γιατί δεν υπάρχει τίποτα και μπορούν να τεθούν ερωτήματα.
Περπάτησε, περπάτησε, ξάφνου βλέπει ένα δέντρο. Στις ρίζες του είχε πηγή. Η βασιλοπούλα ανέβηκε στα κλαριά του. Όταν ο ήρωας ανεβαίνει στα κλαδιά, ανεβαίνει σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης. Εκεί τότε βλέπει να έρχεται ένας καβαλάρης, το βασιλόπουλο. Το άλογο, λέει, δεν έπινε. Σκιαζόταν. Κοιτάει μέσα στο νερό και βλέπει να καθρεφτίζεται η όμορφη βασιλοπούλα.
Γυρνάει, και τη ρωτά. «Είσαι φάντασμα;» και αυτή απαντά «άνθρωπος είμαι». Την αγάπησε με τη μια και αυτή κατέβηκε από το δέντρο ανέβηκε στα καπούλια του αλόγου και πήγε στο παλάτι του. Εκεί υπάρχει η μάνα του. Άρα αυτός δεν είναι εντελώς αυτόνομος. Λέει στη μάνα του «Μάνα αυτή είναι η γυναίκα μου θα τη στεφανωθώ».
Την παντρεύεται και αυτή έμεινε έγκυος. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, αυτός είναι στον πόλεμο. Τρεις φορές έχει παιδί και τις τρεις φορές αυτός λείπει και γεννά με την πεθερά της. Την πρώτη γεννά αγόρι. Όμορφο. Την πρώτη ημέρα το πλύνανε, το ταΐσανε. Τη δεύτερη το ταχταρίσανε. Την τρίτη το νανουρίσανε. Την τρίτη το βράδυ έκλαιγε το μωρό. Ακούστηκε βουητό και ήταν το θεριό. Και είναι η πρώτη φορά που η κόρη λέει «ωχ καημός». «Ηρθα να φάω το παιδί σου» της λέει. «Φάε εμένα» του απαντά. «Αν σε φάω δεν θα είμαι ο καημός σου». Ανοίγει το στόμα και τρώει το μωρό. Μπαίνει μέσα η πεθερά λέει «κόρη μου δεν το ακούω να κλαίει το μωρό» και της απαντά «μάνα το έφαγα». Και εκείνη της λέει «πώς θα το πούμε στον άντρα σου;».
Γυρνάει το βασιλόπουλο ρωτάει τη μάνα. «Μάνα η γυναίκα μου γέννησε;». «Γέννησε αλλά το χάσαμε το παιδί» του απαντά. Και το βασιλόπουλο... «Δεν πειράζει, αυτή να είναι καλά».
Δεύτερη φορά τα ίδια. Τρίτη φορά γεννάει κορίτσι. Όλα τα παιδιά της τα τρώει ο καημός. Και αυτή τη φορά η πεθερά αποφασίζει να τη μαρτυρήσει. Όταν γυρνά το βασιλόπουλο λέει «άκου παιδί μου. Τα παιδιά δεν πέθαναν μόνο, τα τρώει αυτή. Εκεί που τη βρήκες μέσα στην ερημιά θα είναι καμία άγρια. Πρέπει να τη διώξεις». Και τη διώχνει και δεύτερη φορά παίρνει τον δρόμο της ερημιάς.
Όπως συμβαίνει πάντα εκεί που λες ότι τα κατάφερα, έκανα παιδιά (τα παιδιά είναι δημιουργία και δυνατότητες), έρχονται νέα βάσανα. Τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα βουνό. Και όταν φτάνει στην κορφή, γυρνάει, κοιτάει και βλέπει το θεριό. Γυρνάει και του λέει. «Ωχ καημός. Φάε με». Τώρα είναι διαφορετικό γιατί δεν έχει να χάσει τίποτα.
Και τότε το θεριό της λέει «Δε σε τρώω. Γιατί με τόσα που σου έκανα δεν με μαρτύρησες. Θα σου δώσω πίσω τα τρία σου παιδιά να γυρίσεις στον άντρα σου. Ανοίγει το στόμα και ξερνάει τα τρία παιδιά μεγαλωμένα, γιατί τα είχε προσέξει. Πήρε τα παιδιά από το χέρι, γύρισε στον άντρα της και του τα είπε όλα. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
http://dytikosanemos.blogspot.com/2010/01/blog-post_4424.html
Γεια σου Αγγελική!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα παραμύθια μου αρέσουν πάρα πολύ, και τα έχω και σαν μέσο διδασκαλίας στο μάθημά μου, αφού τα παιδάκια τρελαίνονται γι' αυτά. Μέσα από δραματοποίηση παραμυθιών, δικάσκω τις αξίες στη μουσική (τέταρτο, όγδοα κλπ) αλλά και ηχόχρωμα κ.α.
Η επιλογή σου είναι εκπληκτική και διδακτική!!!
Σου εύχομαι μια όμορφη Κυριακή και μια ακόμα πιο όμορφη εβδομάδα!