Για πάντα

 Η συγγραφέας Claire Kilroy, γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα για το ταξίδι της μητρότητας. Με όλο το φως και το σκοτάδι που έχει. Με όλη τη χαρά και τον πόνο που φέρνει. Με όλη την συντροφικότητα και τη μοναξιά που κρύβει. Με όλες τις συγκρούσεις με τον εαυτό και τον κόσμο γύρω. Με όλη τη συμφιλίωση με τον εαυτό και τον κόσμο γύρω. Αυτό το πολύπλοκο, συναρπαστικό, κοπιαστικό, μοναδικό, εξαντλητικό, τρυφερό, σκληρό, ταξίδι της μητρότητας. Αυτή τη μεταμόρφωση του ανθρώπου-γυναίκα, στον άνθρωπο-μητέρα. 

Το έργο της δεν περιγράφει πραγματικότητες με την έννοια μιας συνεπούς βιογραφίας. Είναι μυθιστόρημα φαντασίας, μα τίποτα από όσα περιγράφει δεν είναι φανταστικό. Είναι ειλικρινές. Είναι κομμάτια μιας αλήθειας που κάθε γυναίκα που έγινε μητέρα, έχει σε διαφορετικό ίσως βάθος και έκταση βιώσει. Τίποτα μέσα στο μυθιστόρημά της δεν μοιάζει, ούτε και ακούγεται φανταστικό ή υπερβολικό. Όλα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί και έχουν συμβεί στις μητέρες γύρω μας. Σε εκείνες που γνωρίζουμε και σε όλες τις ανώνυμες μητέρες που συναντάμε στις παιδικές χαρές, στο super market, έξω από τα σχολεία, στο δρόμο, στα διπλανά αυτοκίνητα. Σε όλες εκείνες που η μητρότητα τις βρίσκει στο σπίτι να μεγαλώνουν τα παιδιά τους ή σε γραφεία μακριά από τα παιδιά τους. Σε εκείνες που έχουν δίπλα τους στοργικούς συντρόφους και εκείνες που είδαν τους συντρόφους τους να αλλάζουν, να γίνονται ξένοι υπό το βάρος της πατρότητας.

Το βιβλίο αποκαλύπτει πολύ γλαφυρά τον ιδιαίτερο, τον μοναδικό δεσμό που η μητέρα αναπτύσσει με το παιδί της. Έναν δεσμό τόσο δυνατό, που κατευθύνεται από ένα ένστικτο τόσο ισχυρό, ίσως το ισχυρότερο από τα αρχέγονα, ζωικά ένστικτα που ακόμα κουβαλάμε και που μας κάνει να γινόμαστε άτομα τόσο γενναία, τόσο δυνατά, τόσο έτοιμα να υπερασπιστούμε με κάθε τρόπο αυτή την νέα, ανυπεράσπιστη ύπαρξη που ο Θεός και η φύση μας εμπιστεύτηκαν, που κι εμείς κάποτε απορούμε με τον εαυτό μας. Ακόμα και μόνες, κουρασμένες, ξενυχτισμένες, χαμένες μέσα σε αυτή τη νέα περιπέτεια, για την οποία τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε προετοιμάσει, μπορούμε να γίνουμε λύκαινες, θηρία άγρια για να προστατέψουμε τα παιδιά μας. Και πάντα να βρίσκουμε κουράγιο να συνεχίσουμε. Για όσο μας χρειάζονται. Μέχρι να μην μας χρειάζονται πια. Για πάντα, αν χρειαστεί.

Και μπορεί να λυγίζουμε ή να σπάμε, να απογοητευόμαστε, να κλαίμε από κούραση ή νεύρα, να αναπολούμε τη ζωή που αφήσαμε πίσω, να μας λείπει ο άνθρωπος που υπήρξαμε, αλλά σχεδόν πάντα φτάνει ένα χαμόγελο, ένα "χαζό" λογάκι, μια αγκαλιά, ένα "μαμάκα μου" για να γεμίσουν οι μπαταρίες του κουράγιου μας και να συνεχίσουμε να σκύβουμε πάνω από άρρωστα κεφαλάκια, λερωμένα ποπουδάκια, ατμομάγειρες και βραστήρες, να μαζεύουμε παιχνίδια από το πάτωμα, να σπρώχνουμε καροτσάκια, να κουνάμε κούνιες, να ναναουρίζουμε, να ταίζουμε, να διαβάζουμε, να παίζουμε.

Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση με τα λόγια ενός άλλου αγαπημένου μου συγγραφέα:

"Μια μητέρα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα στη σχέση με το παιδί της. Δεν στέκεται σε σχέση με αυτό, αλλά είναι γύρω του, μέσα, έξω, παντού. Μεγαλώνει το παιδί στο ύψος του χεριού και το παρουσιάζει στην αιώνια ζωή. Οι μητέρες έχουν τον Θεό επικεφαλής. Αυτό είναι το πάθος τους, η μοναδική τους ενασχόληση, η απώλεια και η ενδυνάμωσή τους ταυτόχρονα. Το να είσαι πατέρας σημαίνει να παίζεις τον ρόλο του πατέρα. Το να είσαι μητέρα είναι ένα απόλυτο μυστήριο, ένα μυστήριο χωρίς σημείο αναφοράς, ένα απόλυτο που δεν σχετίζεται με τίποτα, ένα αδύνατο έργο (...)

Οι μητέρες δεν έχουν βαθμό, δεν έχουν θέση. Γεννιούνται ταυτόχρονα με το παιδί τους.(...) Η μητέρα μεγαλώνει στη ζωή την ίδια στιγμή με το παιδί της, και καθώς το παιδί είναι ίσο με τον Θεό από την ώρα της γέννησής του, από την αρχή οι μητέρες βρίσκονται μέσα στα άγια των αγίων, εκπληρώνονται από τα πάντα, αγνοούν όλα όσα τις εκπληρώνουν ( ...)

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγιότητα από αυτή της μητέρας που έχει εξαντληθεί από πάνες που πρέπει να πλυθούν, τον ακριβή τρόπο να ζεσταθεί το νερό για το μπάνιο που πρέπει να κάνουν στο μωρό τους. Οι άντρες κρατούν τον κόσμο. Οι μητέρες κρατούν το αιώνιο στοιχείο που κρατά τον κόσμο και τους άνδρες."

Christian Bobin, Le tres-bas 



Σχόλια