Οι λύκοι μες στους τοίχους

Σίγουρα πρόκειται για ένα από τα πιο παράξενα, σκοτεινά, άγρια, παιδικά βιβλία που έχω διαβάσει. Και είναι όλα αυτά που το κάνουν τόσο ξεχωριστό. Ένα βιβλίο πολλών και πολλαπλών αναγνώσεων, που όσο και αν πιστεύεις ότι το έχεις κατανοήσει, πάντα έχεις την αίσθηση ότι κάτι σου διαφεύγει.

Και μάλλον δεν αφήνει τυχαία αυτή την αίσθηση. Η ιστορία παίζει σε όλα τα επίπεδα με αυτό που βλέπεις και αυτό που φαντάζεσαι, αυτό που ξέρεις και αυτό που σου έχουν μάθει να κοιτάς, αυτό που κατανοείς και αυτό που αρνείσαι να καταλάβεις, αυτό που φαίνεται και αυτό που είναι. Ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, την βεβαιότητα και την εικασία, το αντιληπτό και το διαισθητικό, με έναν τρόπο που πάντα αφήνει ένα κενό, μια χαραμάδα, μια τρύπα στον τοίχο της βεβαιότητας  -  ή της αβεβαιότητας-  για να χωθείς, να κρυφτείς εκεί μέχρι η καταιγίδα να περάσει, ή μέχρι αυτή να φανεί για να την καβαλήσεις. 

Διαβάζοντας την ιστορία ξανά κα ξανά, σκέφτομαι πως αν ήθελα με δυο λόγια να την περιγράψω θα χρησιμοποιούσα την ελληνική παροιμία " φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη". Μόνο που σε αυτή την ιστορία οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαροι και ο καθένας μπορεί να επιλέξει την προβιά του Γιάννη ή του θεριού κατά πως το απαιτούν οι συνθήκες.

Η ιστορία σε γενικές γραμμές απλή:  ένα κορίτσι, η Λούσυ που ακούει θορύβους μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, είναι πεπεισμένη ότι πρόκειται για λύκους, ενώ όλα τα άλλα μέλη της οικογένειάς της την αμφισβητούν, όχι γιατί δεν ακούν τους ήχους, αλλά γιατί τους αποδίδουν σε πιο ακίνδυνα πλάσματα, αρουραίους, ποντίκια ή νυχτερίδες. Αποκλείεται λένε, να είναι λύκοι, γιατί αν οι λύκοι βγουν από τους τοίχους, όλα θα τελειώσουν. "Ποιος το λέει αυτό;" ρωτάει η Λούσυ τους δικούς της. "Μα όλοι το λένε!" θα της απαντήσουν.

Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι σε κανέναν δεν φαίνεται παράξενο, παρά μόνο εξαιρετικά απίθανο, να κατοικούν λύκοι μέσα στους τοίχους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα του φόβου που γίνεται ηθελημένη άγνοια. Αποσοβούμε όμως τον κίνδυνο όταν τον ξορκίζουμε ως εξαιρετικά απίθανο; Αντιστρατευόμαστε το κακό όταν το εξωραΐζουμε; Είναι η Λούσυ και κάθε ένας που προειδοποιεί για έναν υπαρκτό κίνδυνο, φωνή βοούσα εν τη ερήμω της εσωτερικής μας απάθειας; 

Δεν θα μιλήσω για την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στη Λούσυ και την οικογένειά της, κάτι που την έχει κάνει να δώσει στο λούτρινο γουρουνάκι της το ρόλο ενός φανταστικού φίλου, συμμάχου και εξομολογητή. Δεν θα μιλήσω για την πάγια τακτική πολλών γονέων, παππούδων και εκπαιδευτικών, να τρομάζουν τα παιδιά με φανταστικές απειλές (θα σε φάει ο λύκος, θα σε πάρει ο γύφτος, θα σε μαζέψει ο μεσημεράς, και ένα σωρό άλλες ευφάνταστες απειλές), όταν απλά θέλουν να απαλλαγούν από ενοχλητικές ερωτήσεις ή συμπεριφορές που ξεβολεύουν. Θα πω όμως για το πως οι απειλές αυτές, τσακίζουν τα παιδιά, όταν παίρνουν τη μορφή άγραφου νόμου, απαράβατου κανόνα, την καταλυτική, σχεδόν μαγική δύναμη του οποίου απαγορεύεται να αμφισβητήσει κανείς. 

Και τώρα ας πάρουμε αυτές τις απειλές, αυτές τις απαραβίαστες βεβαιότητες και ας τις μεταφέρουμε στον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. "Όλοι ξέρουν τι θα γίνει αν δεν υπάρχει σταθερή κυβέρνηση",  "Κινδυνεύει η ασφάλεια μας αν δεν παραχωρήσουμε κάποιες ελευθερίες", "Πρέπει να κοιτάς το συμφέρον σου για να πας μπροστά", " Με το σταυρό το χέρι δεν πρόκοψε κανείς" και τόσα άλλα... "Ποιος τα λέει αυτά", θα αναρωτηθούμε κι εμείς όπως η Λούσυ. "Όλοι τα λένε", θα μας απαντήσουν.  Η βία των πολλών, η επικρατούσα άποψη, ο μέσος όρος, η κοινή λογική, όλοι τα λένε. Η ιστορία παίζει πολύ και με τις έννοιες της παραπληροφόρησης, των ψευδών νέων, που βρίσκουν έρεισμα μέσα μας, γιατί μας δημιουργούν μια βολική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που δεν απαιτεί δράση, γιατί την κάνει να μοιάζει ανώφελη, ίσως και ανόητη. 

Όπως ανόητη θα κρίναμε την πράξη της Λούσυ να μπει μέσα στο σπίτι, που το έχουν καταλάβει οι λύκοι για να σώσει το αγαπημένο της λουτρινο ζωάκι. Που δεν θέλει να το αντικαταστήσει, όπως της προτείνουν οι  γονείς της με ένα νέο, πιο όμορφο, πιο χρωματιστό, μα που για χάρη του θα χωθεί μέσα στους τοίχους του σπιτιού, θα χρησιμοποιήσει το ίδιο κανάλι των "εχθρών" για να το σώσει. Τι είναι τελικά οι τοίχοι μέσα στο κείμενο; Aυτό που μας προστατεύει, ή εκείνο που πίσω του χωνόμαστε για να κρυφτούμε;  Και κρυβόμαστε τρομαγμένοι ή περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να βγούμε; Εμείς και ό,τι άλλο επιτρέπουμε να τρυπώσει σε αυτούς.

Mόνο όταν η οικογένεια θα θελήσει να αγωνιστεί για κάτι εντελώς δικό της και ξεχωριστό για τον καθένα, (η μαμά για τις μαρμελάδες που τις καταβροχθίζουν οι λύκοι, ο μπαμπάς για την αγαπημένη του τούμπα που την καταστρέφουν, ο αδελφός της για το αγαπημένο βιντεοπαιχνίδι του), μόνο τότε θα βρει το θάρρος να μπει στο σπίτι και να διώξει τους λύκους, όχι γιατί τα έβαλαν ανοιχτά μαζί τους, αλλά γιατί το θάρρος να μπουν στο σπίτι και να βγουν από τους τοίχους, ήταν αρκετό για να εγκαταλείψουν το σπίτι οι λύκοι τρομαγμένοι.  Γιατί οι λύκοι ξέρουν πολύ καλά ότι όλα θα τελειώσουν, όταν οι άνθρωποι βγουν από τους τοίχους. ΄Όλοι το λένε! 

Η ιστορία έχει ξεκάθαρα πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο, όπως βεβαίως ηθικό και φιλοσοφικό. Σε βάζει να αναρωτηθείς, τι είναι αυτό που σε παρακινεί, που σε κάνει να θέλεις να εγκαταλείψεις τη ζώνη άνεσης που έχεις δημιουργήσει ή απλά συνηθίσει και να αγωνιστείς ενάντια στις ανώνυμες φωνές που σε τρομοκρατούν με την εξουσία της ανωνυμίας τους και που διεκδικούν να ορίσουν τα πλαίσια που θα κινείσαι, θα ζεις και θα πράττεις. Σε σπρώχνει να σκεφτείς, ότι όλοι κοινωνικοί και προσωπικοί αγώνες ξεκινάνε από τη στιγμή που θα θελήσεις να προστατέψεις κάτι που αγαπάς, κάτι για το οποίο νοιάζεσαι κάτι για το οποίο δεν θα διστάσεις να κινδυνεύσεις. Διαφορετικά απλά ενδίδεις: στις φήμες, στις απόψεις των άλλων, στη σιγουριά του ρεύματος. 

Η σχέση εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή είτε σε μίκρο είτε σε μάκρο- κοινωνικό επίπεδο είναι ξεκάθαρη σε όλη την ιστορία. Οι γονείς εξουσιάζουν τα παιδιά και εξουσιάζονται από το φόβο της εξουσίας. Αυτός που άρχει απειλεί, μέχρι να αισθανθεί ότι απειλείται από τον εξουσιαζόμενο, σε μια αέναη εναλλαγή ρόλων και προσωπείων. Γιατί κι αν έφυγαν οι λύκοι και ήρθαν ξανά οι άνθρωποι, τώρα είναι οι ελέφαντες που χορεύουν μέσα στους τοίχους. Και όλοι ξέρουν τι θα γίνει αν τυχόν βγουν οι ελέφαντες από τους τοίχους. Όλοι το ξέρουν! 

" Τι λες, να το πω στους άλλους ότι ζουν ελέφαντες μέσα στους τοίχους του σπιτιού μας" ρωτάει η Λούσυ την λούτρινη γουρουνίτσα της.

" Είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα το καταλάβουν" απαντάει εκείνη. 

Η εικονογράφηση, είναι ένα αριστούργημα από μόνη της. Σκοτεινή, μυστήρια, ωμή, βίαιη και αρκούντως τρομαχτική σε κάποιες της εκφάνσεις, αποτελεί ένα μείγμα τεχνικών που περιλαμβάνουν τη φωτογραφία, το κολλάζ και τη ζωγραφική, ενώ σε συνδυασμό με τα τυπογραφικά στοιχεία, φτιάχνουν ένα εικαστικό αποτέλεσμα που έχει βραβευτεί πολλάκις.

Ένα εξαιρετικά δυνατό και αληθινά πολυεπίπεδο βιβλίο, που θυμίζει τα πιο σκοτεινά παραμύθια των Grimm, ένα βιβλίο ενηλικίωσης ιδανικό για έφηβους αναγνώστες και ενήλικες. 


Συγγραφέας: Neil Gaiman

Εικονογράφος: Dave McKean

Εκδόσεις: Φουρφούρι

Σχόλια