Η τριτοπρόσωπη γραφή, θέτει τον αναγνώστη ενώπιον ενός ποιητικού, θεατρικού σκηνικού, επί του οποίου ξετυλίγεται η ζωή του ποιητή. Όμως η συγγραφέας, δεν παραθέτει τα γεγονότα με αποκλειστικό σκοπό να εμπλουτίσει τις εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις, αλλά με έναν τρόπο που μας κάνει κοινωνούς των βιωμάτων που τον καθόρισαν ως άνθρωπο και ποιητή και σμίλευσαν τον ψυχισμό του.
Η οικογένεια του, η διπλή του ρίζα, ο αριστοκράτης πατέρας που έχασε νωρίς και η λαϊκή μητέρα που σύντομα έκανε καινούρια οικογένεια, η αντίληψη ότι γεννήθηκε νόθος, οι σπουδές στην Ιταλία, ο πρόωρος αποχωρισμός από την οικογένειά του, η γνωριμία του με εξέχοντα πρόσωπα της τέχνη και της πολιτικής, η επιρροή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και η Ιταλική γλώσσα, η επιστροφή στην πατρίδα όπου τον γέμισαν πίκρα οι ενδοοικογενειακές έριδες, η ιαχή του πολέμου όπως έφτασε σε εκείνον από την πολιορκία του Μεσολογγίου, ο αγώνας των Ελλήνων, τους οποίους βλέπει σαν συνεχιστές των ένδοξων αγώνων του παρελθόντος, η απόφαση να εντρυφήσει στην ελληνική γλώσσα και να γράψει σε αυτή, η τελική εγκατάστασή του στην Κέρκυρα, όλα αυτά μας δίνονται με τρόπο που συνθέτουν μπροστά στα μάτια μας την εικόνα του Σολωμού, όχι μόνο ως του Εθνικού μας ποιητή, του δημιουργού του Ύμνου εις την Ελευθερία, αλλά και του ποιητή, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, του φιλόσοφου και διανοητή, που πάλεψε να δαμάσει την γλώσσα και να της δώσει την υψηλή καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού λόγου. Η γλώσσα παίδεψε τον Σολωμό. Η ανάγκη του να εκφραστεί με δωρική λιτότητα, σε μια γλώσσα που συγκεραίνει την δημοτική και τη λόγια έκφραση, είχε ως αποτέλεσμα το πλήθος των ανολοκλήρωτων ποιημάτων και των πολλαπλών σχεδιασμάτων.
Μα και ο λόγος της συγγραφέως έχει έναν διάχυτο λυρισμό, μια μουσική ποιητικότητα, και ταυτόχρονα μια σαφή απλότητα, που καταφέρνει να απλώσει γέφυρες ανάμεσα στο χθες και το σήμερα και να μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε την καλλιτεχνική αγωνία του ποιητή.
Εξαιρετική η επιλογή της παράθεσης σύνολης της εικονογράφησης στην αρχή του βιβλίου και ξεχωριστά από το κείμενο. Και ενώ αρχικά η επιλογή αυτή ξενίζει τον αναγνώστη, τελικά δικαιώνεται, καθώς τα δυο έργα, το ζωγραφικό και το λογοτεχνικό διεκδικούν την αυταξία τους και μόνο προαιρετικά συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Βέβαια, καθώς διατρέχεις το βιβλίο, αντιλαμβάνεσαι έναν ιδιότυπο σύνδεσμο ανάμεσα στις δυο καλλιτεχνικές εκφράσεις, που πηγάζουν μάλλον από την διπλή ιδιότητα της δημιουργού τους: οι εικόνες μοιάζει να μιλούν και τα λόγια να ζωγραφίζουν. Δεν ξέρω κατά πόσον ήταν στην πρόθεση της δημιουργού, μα μοιάζει οι εικόνες να ακολουθούν τον αποσπασματικό χαρακτήρα του έργου του ποιητή: σπαράγματα σχεδίων, επανατοποθετήσεις, επιστροφές, σχεδιάσματα, πειραματισμοί με τα χρώματα, χειρόγραφα, τίποτα δεν μοιάζει οριστικό, όλα βρίσκονται σε ένα διαρκές ζύμωμα, σαν να περιμένουν ένα αδιόρατο χέρι να τα συμπληρώσει, ή σαν να υμνούν την άπιαστη τελειότητα, την ίδια που ο Διονύσιος Σολωμός αναζητούσε σε όλη του τη ζωή.
Το βιβλίο της Μαρίας Μπαχά για τον Σολωμό, είναι ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα των τελευταίων χρόνων. Μια σπουδή στον Σολωμό, τόσο ερωτεύσιμη και ποιητική, που νιώθεις να σου γνωρίζει από την αρχή τον Διονύσιο, όχι μόνο ως τον δαφνοστεφανωμένο ποιητή του Έθνους, αλλά και ως τον ιδεαλιστή, αγωνιούντα, εύθραυστο άνθρωπο, που ύμνησε όχι μόνο την Ελευθερία, αλλά την ίδια τη ζωή, ακόμα και στην πιο ταπεινή της έκφανση.
Ένα εξαιρετικό έργο!
Συγγραφέας - Εικονογράφος: Μαρία Μπαχά
Εκδόσεις: Καλειδοσκόπιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου