Ήταν το δικό μου βουνό αυτός ο λόφος από σκίνα και πέτρα.
Ο ήλιος έκαιγε το χώμα και οι οχιές άφηναν το δέρμα τους.
Πέτρα, σκίνα, φρύγανα, γαϊδουράγκαθα.
Βουνό ήταν το μέσα μου.
Μεγάλο, δυσπρόσιτο.
Σ' αυτόν το βραχώδη τόπο άφηνα κάθε καλοκαίρι το δικό μου δέρμα. "
Ένα τσούρμο ετερόκλητα παιδιά στο ξύπνημα της εφηβείας, ένα διανοητικά ανάπηρο παιδί, ένας αγριάνθρωπος με σκοτεινό παρελθόν, ένα κοινό μυστικό, μια εξαφάνιση που συνέβη χρόνια πριν, ήλιος, πέτρες και τζιτζίκια, συνθέτουν το σκηνικό του Γκούρι.
Η ιστορία της Θεοδώρας Κατσιφή, διαβάζεται με μιαν ανάσα, για την ακρίβεια, κρατώντας την ανάσα. Είναι μια ιστορία μακρινή και ξένη, μα ταυτόχρονα παράξενα οικεία. Ίσως γιατί είναι φτιαγμένη από θραύσματα παιδικών αναμνήσεων, διηγήσεων, εντυπώσεων, τραυμάτων και στίχων που είναι και η δική μας παιδική ηλικία. Οι διακοπές στο χωριό, οι καλοκαιρινές παρέες, η αλμύρα του ιδρώτα, τα υποσχετικά βλέμματα, η ζήλεια, η αυθάδης περιέργεια, η αθωότητα, τα κρυφά τσιγάρα και τα κρυφά φιλιά, ο φόβος για αυτό που έρχεται, η έξαψη για αυτό που έρχεται, τα ψιθυρισμένα μυστικά, οι μουσικές, οι γυμνές πατούσες, τα χτυπημένα γόνατα, οι λαχανιασμένες ανάσες, αυτό που υπήρξαμε ως έφηβοι, όλη η αθωότητα και όλο το πείσμα μας, θα το βρούμε στις σελίδες του. Έστω και αν αυτό που αρχίζει σαν μια καλοκαιρινή περιπέτεια, καταλήγει να ξεσκεπάσει ένα οικογενειακό μυστικό, δεμένο με φόβο, προκατάληψη, ενοχές και αίμα.
Το Γκούρι, δεν είναι μια ανάλαφρη καλοκαιρινή ιστορία, δεν είναι παιδικό ημερολόγιο. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Είναι μια ιστορία σκληρή. Σκληρή σαν την ανομολόγητη βία, την επιλεγμένη άγνοια, το παιδικό πείσμα, τον κοινωνικό ρατσισμό, το θάνατο, το δίκιο και το άδικο.
Η συγγραφέας καταφέρνει να μας ξαφνιάσει όχι μόνο με το θέμα που καταπιάνεται, αλλά και με τη γραφή της: κοφτή, σαν ανάσα το καταμεσήμερο. Κοφτερή σαν την πέτρα. Καθαρή σαν την αλήθεια. Πυρωμένη σαν κάρβουνο. Αγρια σαν κραυγή πληγωμένου ζώου. Αυτό με ξάφνιασε περισσότερο, αυτό με γοήτευσε, η γραφή. Αυτές οι μικρές, ξεκάθαρες προτάσεις. Τα μικρά κεφάλαια της μιας ή των δύο σελίδων. Η σκέψη που ξεδιπλώνεται σχεδόν τηλεγραφικά. Εχει έναν εσωτερικό ρυθμό η αφήγηση. Η φωνή, η σκέψη της πρωταγωνίστριας, της 12χρονης Θεοδώρας, στέκει πάνω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σταθερή, διαυγής, σαν όλα τα άλλα να συμβαίνουν υπόγεια, παράλληλα και να πασχίζουν να συναντηθούν. Πασχίζει να εξηγήσει το μυστήριο και ταυτόχρονα να εξηγηθεί η ίδια, να αυτοπροσδιοριστεί. Να δοκιμάσει τα προσωπικά της όρια. Να βγει από το κουκούλι της παιδικότητας, (σαν το τζιτζίκι), να απεκδυθεί το κουκούλι της άγνοιας και να προ(σ)χωρήσει στη γνώση, που σχεδόν πάντα είναι σκληρή.
Έτσι, με τόλμη και λυρισμό ξετυλίγει η συγγραφέας την ιστορία που έμελλε να σημαδέψει τους πρωταγωνιστές της το καλοκαίρι εκείνο, και να σημάνει συμβολικά το πέρασμα τους από τα δώματα της παιδικότητας, στο προθάλαμο της ενηλικίωσης.Οι όμορφες ζωγραφιές της Πατρίσιας - Ευγενίας Δεληγιάννη, φτιαγμένες στο χέρι με μολύβι, συνοδεύουν ήσυχα την ιστορία, ακροπατώντας στις εντυπώσεις της αφήγησης.
Το βιβλίο προτείνεται για παιδιά από 9 ετών, θα έλεγα όμως ότι ιδανικά διαβάζεται από την ηλικία των 12.
Συγγραφέας: Θεοδώρα Κατσιφή
Εικονογράφος: Πατρίσια - Ευγενία Δεληγιάννη
Εκδόσεις: Καλειδοσκόπιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου