Δευτέρα παρουσία

Το μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου, είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και σε άλλες εμπόλεμες ζώνες. Άλλωστε λίγο ή πολύ ο πόλεμος έχει παντού την ίδια μορφή και την ίδια μοίρα επιφυλάσσει σε εκείνους που τον υφίστανται. Το μόνο ίσως που έχει αλλάξει με τα χρόνια, με τα χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος προσπαθεί με τη βία να επεκτείνει τα εδάφη, τη δύναμη, τον πλούτο και την κυριαρχία του, είναι ότι έχει εφεύρει νέους, περισσότερο "πολιτισμένους" τρόπους να το επιτύχει. 

Η συγγραφέας παίζει με, αλλά και εμπαίζει την έννοια του "πολιτισμένου" πολέμου. Γιατί είναι στ' αλήθεια αδιανόητο να μπαίνει αυτό το επίθετο μπροστά από το ουσιαστικό πόλεμος. Εκτός και αν με το "πολιτισμένος", εννοούμε, πιο γρήγορο, πιο ακριβή, πιο μυστικό, πιο άμεσο, πιο σιωπηλό, τρόπο να εξοντώνουμε τον εχθρό, τον άμαχο, τον αδύναμο, τον απροστάτευτο. 

Η ιστορία που μας διηγείται, είναι μια σκληρή ιστορία. Από αυτές που δεν θέλουμε να πιστέψουμε, από αυτές που κλείνουμε τα αυτιά μας στην ύπαρξή τους, από αυτές που όταν έρχονται στην επιφάνεια της καθημερινότητας μας και την ταράζουν, θέλουμε να τις αντιμετωπίζουμε σαν υπερβολές των δημοσιογράφων. Γιατί αν τις πιστέψουμε, μας υποχρεώνουν να τις κοιτάξουμε, να τις αντιμετωπίσουμε, να κάνουμε κάτι.  

Η ιστορία αφηγείται το ταξίδι της δεκαεφτάχρονης Άννας, που έχοντας χάσει όλης της την οικογένεια και απομείνει μόνη με την σχεδόν ανάπηρη γιαγιά της, αναγκάζεται να αφήσει το βομβαρδισμένος σπίτι της, να φορτωθεί τη γιαγιά σαν προέκταση του σώματός της και να αναζητήσει καταφύγιο, μέχρι να σταματήσουν οι εχθροπραξίες ή μέχρι να καταφέρει να περάσει τα σύνορα της χώρας. 

Είναι ένα βίαιο ταξίδι ενηλικίωσης, που θα φέρει την Άννα στα πρόθυρα του χαμού και της απελπισίας. Είναι ένα ταξίδι στο οποίο θα ανακαλύψει πόση βία, πόση μικροψυχία, πόση βρομιά, πόση κακία, πόση δουλικότητα, πόση απανθρωπιά μπορεί να κρύβει μια ανθρώπινη ψυχή. Μα είναι και ένα ταξίδι στο οποίο θα συναντήσει, την ελπίδα, τον έρωτα, τη φιλία, την προσφορά, την καλοσύνη που είναι ικανός ένας άνθρωπος να προσφέρει, ακόμη και όταν όλα γύρω του καταρρέουν. 

Η γραφή της είναι πολύ ζωντανή, σχεδόν κινηματογραφική. Μπορούσα να δω τις σκηνές να εκτυλίσσονται, να μυρίσω το αίμα, τον ιδρώτα, τη σκόνη από τα συντρίμμια. Να ακούσω τα κλάματα, τους πυροβολισμούς, τις βρισιές, τις ικεσίες, τις κραυγές. Οι λέξεις της με έκαναν να συναισθανθώ την απελπισία, την πείνα, τη βία, την καταπιεσμένη οργή, αλλά και να αφουγκραστώ τον έρωτα και την ελπίδα να ανθίζουν στα πιο παράδοξα μέρη. 

Είναι σίγουρο ότι ο πόλεμος έχει πολλά και άσχημα πρόσωπα. Μα έχει ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία να εκβιάζει, να βασανίζει όταν ο άνθρωπος απέναντι από το όπλο, είναι γυναίκα. Είναι ξεκάθαρο το μήνυμα της συγγραφέως: η γυναίκα υφίσταται τον πόλεμο και με την ανθρωπινότητά της και με το φύλο της. Η ιστορία που μας αφηγείται είναι μια παράπλευρη ιστορία μέσα στη δίνη του πολέμου. Και μην γελαστούμε ότι ο μόνος πόλεμος, είναι πάντα ο πόλεμος των όπλων. Ο πόλεμος μπορεί να πάρει και τη μορφή της καθημερινής μάχης που δίνει μια γυναίκα με τη φτώχεια, την ανέχεια, την κοινωνική αδικία. Και είναι αυτή μια μάχη σε έναν πόλεμο "αόρατο", όπως αόρατα μένουν σχεδόν πάντα και τα ανυπολόγιστα θύματά του. Η συγγραφέας σπεύδει να τεκμηριώσει την αλήθεια του πυρήνα των γεγονότων που αφηγείται με πηγές τις οποίες παραθέτει σε διάφορα σημεία του έργου της. Αυτά που μυθιστορηματικά μας αφηγείται δεν είναι μυθοπλασία. Είναι γεγονότα που κάποιες γυναίκες βιώσαν και βιώνουν στο κορμί και την ψυχή τους, κάπου κοντά μας. Και κάποιοι εξ ημών, ημών των πολιτισμένων, που θεωρούμε ότι μπορούμε να "αγοράσουμε" την ευτυχία που "μας αναλογεί", ρίχνουμε τα κάρβουνα στη φωτιά που της καίει. 

Δεν θα πω κάτι άλλο για την σκληρή πραγματικότητα με την οποία η πρωταγωνίστρια και οι άλλες γυναίκες του έργου, έρχονται αντιμέτωπες. Θα κλείσω με τη συγκλονιστική σκηνή του τέλους. Γιατί μπορεί ο τίτλος του βιβλίου να βασίζεται στη διττόττηα του σώματος της Άννας, που κουβαλάει τη γιαγιά της, σάρκα πάνω στη σάρκα της, αλλά η σκηνή του τέλους υπήρξε στα δικά μου μάτια, μια σχεδόν (μετα)βιβλική σκηνή. Μια σκηνή βγαλμένη από μια αληθινή Δευτέρα Παρουσία, μια άχρονη ημέρα κρίσεως, όπου οι "πτωχοὶ τῷ πνεύματι, οἱ πενθοῦντες, οἱ πραεῖς, οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, οἱ ἐλεήμονες,οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, οἱ εἰρηνοποιοί, οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης", οι ονειδισμένοι, οι φοβισμένοι, οι λειψοί, όλο αυτό το αλλοπρόσαλλο, χρωματιστό, πλήθος των αόρατων ανθρώπων, οι παρίες της γης, θα δικαιωθούν, θα χορτασθούν, θα παρηγορηθούν, θα αγαλλιασθούν, θα βρουν την καλοσύνη και το καταφύγιο που ο κόσμος τους αρνήθηκε και εν χορώ, με τραγούδια, κλάματα χαράς, κι αγκαλιασμένοι, θα εισέλθουν σε μια νέα, φιλόξενη πατρίδα, "μια χώρα που δεν θα διώχνει..." "μια χώρα που δεν θα πληγώνει..." Μακάριοι εκείνοι που δουλεύουν με τα χέρια, την καρδιά και το μυαλό τους, μια τέτοια πατρίδα να μην είναι ένας ουτοπικός Παράδεισος, αλλά μια επί γης πραγματικότητα. Και τέτοιες ιστορίες και οι άνθρωποι που γράφουν και μιλούν για αυτές, θαρρώ πως φέρνουν τούτη την Εδέμ, λίγο πιο κοντά μας. 


Συγγραφέας: Τζούλια Γκανάσου

Εκδόσεις: Καστανιώτη 

Σχόλια