Η μοναχή Κασσιανή και ο ερωτευμένος αυτοκράτορας.

 “Καμιά γυναίκα δεν σηματοδότησε το Βυζάντιο όσο η Κασσιανή, γύρω από το όνομα της οποίας πλέχτηκαν τόσοι θρύλοι αλλά και αληθινές ιστορίες. Αντιπροσωπευτική μιας ολόκληρης εποχής η υμνωδός Κασσιανή αποτέλεσε έμπνευση για τους μεταγενέστερους. Το φημισμένο της τροπάριο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, ο Κωστής Παλαμάς το απέδωσε στη Δημοτική, ενώ ο Δημήτρης Μητρόπουλος συνέθεσε μουσική ειδικά γι’ αυτό".(Από το εισαγωγικό σημείωμα της Νίκης Τσιρώνη από την έκδοση του Φοίνικα “ΚΑΣΣΙΑΝΗ ἡ ὑμνωδός” πηγή:musicale.gr)

Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία, ή Ικασία (μεταξύ 805 και 810 - πριν το 865) ήταν βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία κα αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: "Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή.." Η ζωή και το έργο της καλύπτεται από μια ασάφεια.
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογενείας. Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή, ο αυτοκράτορας θα επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην Παναγία. Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Πάντως το επεισόδιο αυτό αμφισβητείται από τους νεώτερους ιστορικούς.

Με βάση αυτή την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριο της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο. (πηγή: wikipedia.org)
Η απόδοση του ύμνου στη δημοτική που ακολουθεί, είναι του Κωστή Παλαμά.

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας...Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά μου Εσύ,
θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε.
Πονώ, σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.

(πηγή: http://users.uoa.gr)

Σχόλια