Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826

«Το Μεσολόγγι έπεσεν. Αλλά δεν εδόξασε τον Ιβραήμ. 
Υπάρχουν και νίκαι αι οποίαι εδόξασαν τους ηττηθέντας μάλλον παρά τους νικητάς» ( Π.Μ. Κοντογιάννης, επ' ευκαιρία της εκατονταετηρίδας του Μεσολογγίου το 1926)

Αυτό ήταν το Μεσολόγγι: μια νίκη που ήττησε τους νικητές. Μια ήττα, που δόξασε τους ηττημένους. Αυτό είναι το "παράλογο" θαύμα του Μεσολογγίου.  Για αυτό το μέγα θαύμα της Ελληνικής επανάστασης, γράφει η αγαπημένη παραμυθού και συγγραφέας, Λίλη Λαμπρέλλη. Και επιλέγει για μάρτυρά της έναν έφηβο, τον Μάρκο, που έγινε Γελεκτσής, εκεί στην αρχή της εφηβείας του, μιας εφηβείας που τον έσπρωξε με βία στην ενηλικίωση, που τον έκανε μαχητή και φαμελίτη από τη μια στιγμή στην άλλη. 

Η συγγραφέας, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του έργου, επιλέγει να μας αφηγηθεί τις τελευταίες μέρες πριν την έξοδο, για την ακρίβεια τις εννέα ημέρες πριν από αυτή και τις δύο που την ακολούθησαν.

Τα πρόσωπα του έργου, με εξαίρεση τον πρωταγωνιστή της, είναι υπαρκτά και πολλοί από τους διαλόγους παραδίδονται κατά γράμμα, όπως ειπώθηκαν και όπως σώθηκαν από τις μαρτυρίες των αυτοπτών και επιζώντων της εξόδου. Πλήρη βιβλιογραφικό κατάλογο θα βρει ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου. 

Η συγγραφέας, αφού πολύ γλαφυρά δημιουργήσει μια νοερή αναπαράσταση του τόπου για χάρη του αναγνώστη, αφού θέσει το σκηνικό της, δίνει το νήμα της αφήγησης στον Μάρκο και τον αφήνει να το περιφέρει μέσα στην μισογκρεμισμένη πόλη. Σιωπή, πείνα, εξαθλίωση και θάνατος, σεργιανούν το Μεσολόγγι, χέρι χέρι με την αυτοθυσία, την υπερηφάνεια, την ελπίδα και το μεγαλείο της ψυχής. Άνθρωποι στα πρόθυρα της σωματικής κατάρρευσης, μα με καρδιά καθαρή και ξάστερο λογισμό, αποφασίζουν πέρα από κάθε λογική συνθηκολόγησης, έστω και με ευνοϊκούς όρους, να επιχειρήσουν την έξοδο από την Ιερή Πόλη. Να ποντάρουν στη λευτεριά ή το θάνατο, που μοιάζει καλύτερος από την σκλαβιά και την ατιμωτική ταπείνωση στα χέρια του εχθρού. 

Και δεν μπορεί να μην σκεφτείς κανείς καθώς προχωρά η ιστορία, ότι κάθε εποχή, κάθε τόπος έχει τους ήρωες που του αξίζουν. Και στο Μεσολόγγι οι ήρωες φορούν τα γιορτινά τους, μεταλαμβάνουν από το χέρι του παπά και προχωρούν προς την Ανάστασή τους, εκείνη την Κυριακή των Βαϊων του 1826. Στο Μεσολόγγι οι ήρωες είναι νέες κοπέλες, είναι γυναίκες που φορούν τη φουστανέλα του άντρα τους, που πέθανε πολεμώντας, ζώνονται στην πλάτη τα μωρά παιδιά τους και βαδίζουν ελεύθερες προς το θάνατό τους. Στο Μεσολόγγι οι ήρωες είναι έφηβοι που πολεμούν με σφεντόνες τον εχθρό και του αντιγυρίζουν με χέρια γυμνά τις βόμβες που τους ρίχνει. Στο Μεσολόγγι οι ήρωες πολεμούν μέχρι ο εχθρός να φτάσει έξω από την πόρτα του σπιτιού που έχουν ταμπουρωθεί και με αυτοθυσία ανατινάζονται. Είναι γέροι, άρρωστοι, τραυματίες που με ευχές και τραγούδια αποχαιρετούν τους αγαπημένους τους και εύχονται καλή αντάμωση, σε μια άλλη ζωή, σε έναν τόπο που θα βασιλεύει η ειρήνη. Αυτοί είναι οι ήρωες του Μεσολογγίου, αυτοί είναι οι καθημερινοί άνθρωποι που ύψωσαν το ανάστημά τους, πάνω από αυτό που η μοίρα, η τύχη, τα λάθη, οι διχόνοιες όρισαν για εκείνους και έγιναν ο φάρος που φώτισε τον αγώνα, που έστειλε το φως του στην Ευρώπη των δυνατών και την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα στην επαναστατημένη Ελλάδα. Είναι η σπίθα που κράτησε την επανάσταση ζωντανή, η σπίθα που φούντωσε ξανά τον αγώνα και έγειρε την πλάστιγγα στη μεριά των Ελλήνων. 

Είναι αλήθεια ότι η αφήγηση σε παρασύρει. Με γλώσσα λυρική, μα όχι γλυκερή, με μια ευαισθησία ειλικρινή που σου φέρνει δάκρυα στα μάτια, η συγγραφέας κατορθώνει να κάνει τον αναγνώστη να νιώσει σαν αυτόπτης μάρτυρας αυτής της σπουδαίας ιστορίας. Και είναι σπουδαία γιατί πλάι σε όλα τα άλλα, θέτει το παράφορο πάθος για ζωή, μια ζωή ελεύθερη και αξιοπρεπή, πάνω από τη συνθηκολόγηση, πάνω από το μίζερο συμβιβασμό. Και αυτό είναι μάθημα (καθημερινής) ζωής. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ακολουθεί τους σιωπηλούς λογισμούς του Μάρκου και επιλέγει να περιγράφει τα πρόσωπα λιγότερο με όσα λένε και περισσότερο με όσα επιλέγουν να κάνουν ή να μην κάνουν. Γιατί εν τέλει κρινόμαστε από ό,τι κάνουμε. Είμαστε οι πράξεις μας, είμαστε οι επιλογές μας και οι Μεσολογγίτες το απέδειξαν αυτό μια για πάντα.

Συγγραφέας: Λίλη Λαμπρέλλη

Εικονογράφος: Κατερίνα Βερούτσου

Εκδόσεις: Πατάκη

 

 







 

 

Σχόλια