Ώσπου μια μέρα, ένα αγόρι αποφασίζει να πάει πιο κοντά και να το ρωτήσει γιατί δεν βγαίνει από τη σπηλιά του. Να ρωτήσει, για να πάρει και αυτό την ίδια απάντηση: να φύγει μακριά. Το αγόρι όμως δεν έφυγε. Το αγόρι επέμεινε. Πήρε τις κιμωλίες του και ζωγράφισε ένα λουλούδι στην είσοδο της σπηλιάς. Άφησε μόνο ένα πέταλο χωρίς χρώμα και μια κιμωλία δίπλα.
(Στο μεταξύ ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει αμυδρά μέσα στη σπηλιά, δυο βιβλία αφημένα κάτω. Κι αναρωτιέται ίσως...πόσο τρομακτικό μπορεί να είναι ένα Τρολ που διαβάζει;)
Την επόμενη μέρα το Αγόρι ξαναπάει και τι χαρά, βρίσκει το πέταλο χρωματισμένο! Ζητά ξανά από το Τρολ να βγει έξω. Πάλι εισπράττει άρνηση. Το αγόρι επιμένει. Η ιδιότυπη επικοινωνία με τις ζωγραφιές συνεχίζεται. Το αγόρι ενθουσιάζεται με την ανταπόκριση του Τρολ, όμως το Τρολ αρνείται πεισματικά να βγει από τη σπηλιά του και ακόμα περισσότερο να πιστέψει ότι κάποιος επιμένει να το επισκέπτεται και μάλιστα βρίσκει όμορφες τις ζωγραφιές του. Το Αγόρι συνεχίζει τις χρωματιστές επισκέψεις του και μένει στον αναγνώστη να ανακαλύψει που καταλήγει η επικοινωνία ανάμεσα σε αυτά τα δυο πλάσματα.
Συγγραφέας και εικονογράφος χειρίζονται πολύ έξυπνα την ιστορία τους. Μέχρι τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου δεν ξέρουμε πως αληθινά μοιάζει το Τρολ, μόνο από μικρές λεπτομέρειες μπορούμε να εικάσουμε κάτι. Δεν ξέρουμε τι ώθησε το Τρολ να κλειστεί στην σπηλιά, δεν ξέρουμε γιατί αρνείται να βγει, γιατί αρνείται να δεχθεί, όχι την επικοινωνία, γιατί αυτή την ευκαιρία την αρπάζει, αλλά το γεγονός ότι κάποιος αληθινά επιθυμεί να επικοινωνήσει μαζί του.
Δεν ξέρουμε ποιος έπεισε αυτό το πλάσμα ότι είναι Τρολ, ποιος το έμαθε να βλέπει τον εαυτό του σαν φρικιό. Καταλαβαίνουμε μόνο ότι αυτό που μερικές φορές χρειαζόμαστε όλοι είναι κάποιος να μας σώσει από τον ίδιο μας τον εαυτό. Κάποιον με αποθέματα, θάρρους, υπομονής και καλοσύνης, κάποιον που χωρίς να αναρωτηθεί γιατί, είναι διατεθειμένος να κάνει το έξτρα μίλι για να έρθει κοντά μας και ίσως πίσω από την θορυβώδη άρνησή μας, την επιμονή μας να το βάζουμε στα πόδια ή να γκρεμίζουμε γέφυρες, να καταλάβει την απεγνωσμένη ανάγκη για επαφή και συντροφικότητα. Κάποιον να αποκαταστήσει τον κόσμο στα αληθινά του χρώματα και με ευγένεια, διακριτικότητα και καλοσύνη να αφαιρέσει τους παραμορφωτικούς φακούς με τους οποίους μας έμαθαν να κοιτάμε τον εαυτό μας και να πει: δεν είσαι Τρολ, είσαι παιδί σαν κι εμένα. Βγες και θα δεις! Κάποιον να προστατέψει με τη φιλία του, την τρεμάμενη φλογίτσα της ψυχής μας. Κάποιον που θα έχει δει σε μας, αυτό που εμείς οι ίδιοι κλεισμένοι στο σκοτεινό λαγούμι της άρνησης και του φόβου, αδυνατούμε να δούμε. Και να το κάνει έτσι χωρίς λόγο, ή από μόνο το λόγο ενός άδολου νοιαξίματος, όπως πάντα το νοιάξιμο είναι!
Η τέχνη μπορεί να είναι ένας σπουδαίος δρόμος προσέγγισης. Μπορεί να γίνει η αφορμή. Μα μόνο αν κάποιος σαν το αγόρι της ιστορίας μπορεί και ξέρει να ακούει προσεκτικά, να παρακολουθεί και να αναρωτιέται. Χρειαζόμαστε τον άνθρωπο πριν το μέσο. Αυτό είναι που σπανίζει. Το άδολο νοιάξιμο του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Αν αυτό υπάρχει, σίγουρα θα βρει τον τρόπο να φτάσει στον παραλήπτη του.
Ένα υπέροχο πραγματικά βιβλίο!
Συγγραφέας: Anne Booth
Εικονογράφος: David Litchfield
Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη
Εκδόσεις: Μάρτης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου