Οι ιππότες της ελευθερίας

Ανήμερα της Εθνικής μας επετείου, με ένα βιβλίο φόρο τιμής στους δύο μεγάλους δημιουργούς του
Εθνικού μας Ύμνου. Διονύσιος Σολωμός και Νικόλαος Μάντζαρος, σε μια παράλληλη παρουσίαση του βίου τους, σε μια συνάντηση που έμελλε να ξεπεράσει τη χρονική συγκυρία που τη γέννησε.

Η Κων/να Αρμενιάκου, στο νέο της βιβλίο, ξετυλίγει το νήμα του βίου των δύο μεγάλων Επτανησίων δημιουργών. Ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία, οι σχεδόν συνομήλικοι άνδρες, μεγαλώνουν μέσα σε ένα εύπορο και γεμάτο πνευματικά ερεθίσματα περιβάλλον. Από νωρίς δείχνουν την κλίση τους, ο μεν στη μουσική και ο άλλος στη λογοτεχνία. Το γεγονός ότι τα Επτάνησα δεν τελούσαν υπό Τουρκική, αλλά υπό Ιταλική και Γαλλική κατοχή, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξουν μια ιδιότυπη κουλτούρα, να γνωρίσουν μια πολιτιστική άνθηση, άγνωστη στην κυρίως Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι δύο νέοι κατάφεραν να εξελίξουν τα ταλέντα τους, τα οποία καλλιεργήθηκαν περαιτέρω με τις σπουδές που ακολούθησαν.
Κοινός τόπος και των δύο δημιουργών, ήταν η αγάπη τους για την πατρίδα και την αφύπνιση του Γένους, όχι μέσα από τον ένοπλο αγώνα, αλλά μέσα από την τέχνη. Ο Μάντζαρος πίστευε πως το Γένος έχει ανάγκη να μορφωθεί και επένδυσε πολλά στην μουσική εκπαίδευση των συμπατριωτών του. Ο Σολωμός από την άλλη, δεν έπαψε στιγμή να αναζητά τις εκφάνσεις της γλώσσας που θα είναι ικανή να εκφράσει τον αγώνα των Ελλήνων και να αφήσει το στίγμα της. Και οι δύο επιθυμούν να παράγουν υψηλή τέχνη στην Ελλάδα και στην Ελληνική γλώσσα. Μεταξύ τους γεννιέται μια δυνατή φιλία, αφού "καρδιά και μυαλό μιλούν την ίδια γλώσσα".

Το συναπάντημα τους θα γεννήσει τον Ύμνο εις την Ελευθερία, ένα έργο τέχνης πάνω στο οποίο και οι δύο δούλεψαν ακούραστα και με ζήλο. Για το έργο τους αυτό παρασημοφορήθηκαν από τον βασιλιά Όθωνα και ονομάστηκαν Ιππότες. Οι ιππότες της ελευθερίας, όπως εύστοχα τους ονομάζει η συγγραφέας.  Η φιλία τους συνεχίστηκε μέχρι και τον θάνατο του Σολωμού το 1857, που δεν πρόλαβε να δει τον Ύμνο τους να γίνεται ο επίσημος εθνικός ύμνος της Ελλάδας το 1865, μια χρονιά μετά την ένωση των επτανήσων με την Ελλάδα.

Η συγγραφέας, γράφει μια πρωτότυπη βιογραφία, που μοιάζει περισσότερο με μια συνομιλία μεταξύ φίλων. Η γραφή της λυρική, γεμάτη ευαισθησία, δεν εξετάζει τον βίο των δύο ανδρών σαν κάτι τετελεσμένο στο χρόνο, αλλά επενδύει την αφήγηση της με γεγονότα της καρδιάς και συγκινήσεις του νου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει μια ξεχωριστή ζωντάνια στο κείμενο και δημιουργεί μια ευχάριστη οικειότητα. Οι δύο δημιουργοί  συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά και με τον αναγνώστη,  με τρόπο εγκάρδιο και τρυφερό. Η ήρεμη αφήγηση μοιάζει με μουσική που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα νοσταλγικό ταξίδι, ένα ταξίδι γεμάτο λέξεις και νότες, ένα ταξίδι στην επαναστατημένη Ελλάδα, που γράφει την ιστορία της στα πεδία των μαχών, αλλά και στα έργα Τέχνης που εμπνέει. Και αν οι αγώνες κάποτε  τελειώνουν, η Τέχνη είναι πάντα εδώ να μας θυμίζει ό,τι δεν πρέπει να ξεχαστεί. Σίγουρο είναι ότι το όνειρο της Ελευθερίας και της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας βρήκε την υψηλή του έκφραση μέσα από το έργο των δύο δημιουργών, σε μια ευτυχή για το Έθνος συγκυρία.
Η εικονογράφηση της Δέσποινας Μανώλαρου, ακολουθεί το πνεύμα του κειμένου και μας χαρίζει εικόνες σε ήρεμα, παστέλ χρώματα, ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να μας μεταφέρει στο κλίμα και το ύφος  της εποχής που έζησαν οι δύο δημιουργοί. Οι εικόνες της θυμίζουν κόμικ, κάτι που δίνει ένα σύγχρονο ύφος σε μια ιστορία 200 χρόνων και την κάνει ιδιαίτερα ελκυστική στους νεαρούς αναγνώστες. 
Το βιβλίο προτείνεται ανεπιφύλακτα για παιδιά από 9 ετών. 

Συγγραφέας: Κωνσταντίνα Αρμενιάκου
Εικονογράφος: Δέσποινα Μανώλαρου
Εκδόσεις: Μεταίχμιο







Σχόλια